ντουί

ντουί
Η υποδοχή ηλεκτρικής τροφοδοσίας του λαμπτήρα. Βλ. λ. λάμπα (λάμπες πυράκτωσης).
* * *
το
άκλ. υποδοχή ηλεκτρικών λαμπτήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douille < φράγκικο dulja].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”